Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ


Είχα ζαρώσει στην τηλεόραση  και σκεφτόμουνα πως διάολο θα βγάζαμε το μήνα. Μόλις που πέρασαν τα Χριστούγεννα  κι είχαμε μείνει με 300 €. Για να βγάλουμε όλο το Γενάρη. Πήρα το πορτοφόλι μου και τα ξαναμέτρησα. Τριακόσια ήταν, όσες φορές κι αν τα ξαναμετρούσα. Άφησα δίπλα το πορτοφόλι κι άρχισα νοερά τους υπολογισμούς. Πάνω στην ώρα, μπήκε στο σαλόνι κι ο Αλέξανδρος. Ο 14χρονος γιος μου:
-Καλώς τον. Για που για  το βάλαμε Κυριακάτικα για να 'χουμε καλό ρώτημα;
-Θα βγω...
-Αυτό το βλέπω. Για που ρώτησα. Εκτός κι αν ξαναπάς για Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, σ΄ όσους σου  κρύφτηκαν.

-Νομίζεις πως δεν το σκέφτηκα;
-Δεν έχω καμιά αμφιβολία γι αυτό...
-Χαρτζιλίκι θα μου δώσεις;
-Έπεσες έξω στα κάλαντα  να υποθέσω; Ή τα ξόδεψες κιόλας ρε....Υπουργέ;

-Οι μισοί απ τη λίστα, κρύφτηκαν είπαμε· γκρίνιαξε.
-Δύσκολα χρόνια Αλέξανδρε. Πολύ δύσκολα· ξεφύσησα.

Πήρε το πορτοφόλι μου από δίπλα και μου το έδωσε. Τράβηξα ένα 10ρικο από μέσα και του το έδωσα.
-Δεν...πήρες εφημερίδα; με κάρφωσε με τον τρόπο του.
-Άντε πάρε μόνος σου· μαλάκωσα αφού ταλαντεύτηκα λιγάκι.
Τράβηξε ένα πενηντάρικο και ετοιμαζόταν να τραβήξει κι ένα εικοσάρικο.
-Πας καλά παιδάκι μου; ανέβασα τη φωνή μου. 
-Μια χαρά. Θα βγω είπαμε...
-Στο εξωτερικό; τον ειρωνεύτηκα.
-Σε μια συναυλία θα πάω.

-Μ΄ αυτά που έχει εκεί μέσα,  ολόκληρο μήνα πρέπει να βγάλουμε παιδί μου· του είπα κι ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου.

-Απ' το χαρτζιλίκι μου θα τον βγάλουμε το μήνα;
-Απ΄ όπου μπορούμε· του είπα με μισή καρδιά.

-Άντε καλά. Θα πάρω μόνο τα πενήντα.

-Αυτό δεν είναι χαρτζιλίκι παιδάκι μου. Λύτρα είναι..
-Τι..... είναι λύτρα· το 'παιξε και χαζό το βλαστάρι μου;
-Αυτά που θα πληρώσω επειδή σε γέννησα. Ούτε μια έκπτωση δε μου κάνεις τώρα που είσαι και ματσωμένος απ'  τα κάλαντα. 
-Να τα έλεγες  κι εσύ· μου είπε ψυχρά.

-Αμ δεν το σκέφτηκα θαρρείς;
-Εσύ μόνο το σκέφτεσαι.  Αλλά μόνο  εγώ βγαίνω στη γύρα. 
-Τέρμα και τελείωσε. Είκοσι πάρε  και θέλω και τα ρέστα.
-Με ρίχνεις· ψευτόκλαψε.
-Κι εσύ με ρίχνεις. Αλλά ψυχολογικά.  Για έναν ολόκληρο μήνα. 
-Τελικά,  μόνο και μόνο για να πικάρεις τον πρωθυπουργό του λες αυτά που του λες απ΄το skype...
-Α μπα; Κρυφάκουγες; τσαντίστηκα.

-Εσύ φώναζες.
-Και τι...ακριβώς  άκουσες;
-Πως εσείς οι αρχαίοι υμών πρόγονοι, κάνατε πάρτι με τα  δικά μας λεφτά τόσα χρόνια. Κλέβοντας τα, απ΄ το μέλλον μας. Του είπες.

-Κάτσε να σου εξηγήσω και πως εννοούσα ντε· το πολέμησα. Έχεις δέκα λεπτά;

-Ραντεβού έχω είπαμε.

-Μόλις γυρίσεις τότε. Τι ώρα θα μαζευτείς;
-Στις 11.
-Εφτά και φιλιόμαστε σταυρωτά για τη συμφωνία!
-Δέκα ακατέβατα!
-Στις εννιά,   θα ξεκινήσουμε για του γιατρού. Γιορτάζουν οι Στέφανοι σήμερα. Οκτώμισι το αργότερο θα είσαι πίσω.
-Δεν θα έχει τελειώσει η συναυλία ως τότε· κλαψούρισε.

-Κι εγώ τι σου φταίω; Από  προχθές το ξέρεις που θα πάμε. Ρώτα τους με την ευκαιρία αν κόβουν  μισό εισιτήριο· προσπάθησα να αστειευτώ αλλά το μετάνιωσα την ίδια στιγμή....

Ο Αλέξανδρος,  βρόντηξε την πόρτα κι έφυγε μισοδακρυσμένος. Χωρίς να γυρίσει καν να δει πίσω του. Τον πατέρα του, όχι απλά δακρυσμένο... Κλαμένο. 
Πήγα στην τουαλέτα κι έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Ξαναγυρίζοντας,  βρήκα στη θέση μου τη Μιλένα. Την 30χρονη  μεγάλη μου κόρη. Άρτι απολυθείσα απ΄ τα stage.  Να κυκλώνει  στην εφημερίδα  αγγελίες. Σηκώθηκε αμέσως απ΄ τη θέση μου.
-Κάτσε χαρά μου. Κάτσε. Εγώ θα βγω να βοηθήσω τη μάνα σου στο κουβάλημα. Πρέπει να τελειώνει τα ψώνια της στο μάρκετ τώρα.
-Λεφτά έχετε πατέρα; με ρώτησε διστακτικά.  Θέλω να πω μήπως να βοηθούσα λιγάκι;
-Πως κοράκλα μου; Απ΄ το επίδομα της  ανεργίας σου;
-Μας έδωσαν κι όσα μας χρωστούσαν πριν να μας απολύσουν· μου είπε χαμογελώντας πικρά. 
-Κράτα τα θα σου χρειαστούν.
-Λιγότερο απ΄ όσο χρειάζονται στο σπίτι... Όλων μας.
-Και μόνο που το λες, είναι σαν να το έκανες· της είπα κι άρχισαν πάλι να ανεβαίνουν τα δάκρυα, ψηλά κατά τα βλέφαρα...Δε θα βγεις απόψε; άλλαξα κουβέντα.
-Αργότερα... Μπορεί...Δεν ξέρω κιόλας...Εσείς; Δεν θα πάτε κάπου με τη μαμά; Αρκετά μουλιάσατε μέσα  τόσες μέρες.

-Δεν έχω καθόλου διάθεση Μιλένα.

-Διάθεση δεν έχεις ή πρόσκληση δεν μας κάνουν πια;
-Μωρέ πρόσκληση έχω. Απ΄το φακελάκια που έχει τη γιορτή του...
-Ας σε πιστέψουμε.
-Κέφια δεν έχω. Λόγω τιμής. Έπειτα,  θα αργήσει να μαζευτεί κι Αλέξανδρος απ΄ τη συναυλία...Οπότε θα μείνει με το παράπονο ο φακελάκιας.

-Ακόμα φακελάκια τον λες; γέλασε πικρά.

-Της παρέας  είναι  αυτό· συμπλήρωσα ένοχα.
-Όχι γιατί η πιάτσα έχει βουίξει,  πως το γύρισε στα... τσουβαλάκια πια· ξεσπάθωσε η Μιλένα.

Πήρα βαθιά ανάσα και ψέλλισα:

-Η δικιά μας η κοινωνία Μιλένα... 
-Των....πολιτών η κοινωνία; ξαναγέλασε πικρά.

-Η όποια κοινωνία μας τέλος πάντων. Ή μάλλον το διορθώνω: Η δικιά μας η γενιά Μιλένα μου,  είναι τόσο χαλασμένη που δεν ξεπλένει τις αμαρτίες της,  ακόμα  κι αν δουλέψει,  για άλλα 100 χρόνια...
-Ευνουχίσατε και τη δικιά μας  γενιά όμως· παραπονέθηκε χλιαρά η κόρη μου. Και το ξέρεις πως δεν τα λέω για σένα.

-Όσο και να πονάω μέσα μου, θα πρέπει να παραδεχτώ την ήττα μου... Αλλά φοβάμαι πως ευνουχίσαμε, ακόμα  και τη γενιά του Αλέξανδρου...
-Υπάρχει ακόμα ελπίδα πατέρα...
-Ποιά; Μόνο μη ξαναγυρίσεις στα παλιά και τα αστυνομικά τμήματα...Σε ικετεύω...

-Καλώς κακώς η  κοινωνία των... οπλιτών μας περίσσεψε πατέρα. Απέναντι στην κοινωνία των...αξιότιμων πολιτών· συμπλήρωσε χαμογελώντας πικρά. Κι ύστερα γέλασε με την ψυχή της. Για να καταλήξει,  σε ένα υστερικό γέλιο. Πήρε την τσάντα της  κι αμφιβάλλω αν με άκουσε όταν της φώναζα: "πως δε χρειάζεται να ξανακάψουν  και φέτος το δέντρο στο σύνταγμα."

Για κάποιες στιγμές, πνιγόμουνα μέσα σε ένα τεράστιο τίποτα. Εγώ με τη ζωή μου ολάκερη πίσω μου...Και ξαφνικά,  πετάχτηκα στο μπαλκόνι για να την προλάβω. Την πρόλαβα λίγο πριν στρίψει τη γωνία:
-Μιλένα, Μιλένααααα περίμενε.
-Για να με σταματήσεις; ρώτησε χαμογελώντας αινιγματικά...
-Όχι...Για να έρθω μαζί σου παιδί μου. 
-Είσαι σίγουρος;
-Αφού δεν έγιναν αντιεξουσιαστές οι Υπουργοί, όπως τους γύρεψε ο πρωθυπουργός, θα γίνω εγώ τώρα στα γεράματα· της φώναξα κι άρχισα να ντύνομαι βιαστικά. Γελώντας με τη σειρά μου υστερικά!  












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου